- αντεκπλήσσω
- ἀντεκπλήσσω (Α)κάνω να τρομάξει κάποιος που με τρομάζει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντεκπλήξει — ἀντεκπλήσσω frighten in return aor subj act 3rd sg (epic) ἀντεκπλήσσω frighten in return fut ind mid 2nd sg ἀντεκπλήσσω frighten in return fut ind act 3rd sg ἀ̱ντεκπλήξει , ἀντεκπλήσσω frighten in return futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεκπλήττειν — ἀντεκπλήσσω frighten in return pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek